- ἁλυκώδης
- ἁλυκώδηςlike saltmasc/fem acc pl (attic epic doric)ἁλυκώδηςlike saltmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)ἁλυκώδηςlike saltmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλυκώδης — ἁλυκώδης, ες (Α) [ἁλυκός] αυτός που μοιάζει αρμυρός, που έχει γεύση αλατιού, ο υφάλμυρος … Dictionary of Greek
ἁλυκώδη — ἁλυκώδης like salt neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἁλυκώδης like salt masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἁλυκώδης like salt masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλυκή — Βλ. λ. αλάτι. * * * η ειδική αβαθής δεξαμενή, μέσα στην οποία πραγματοποιείται η ηλιακή εξάτμιση τού θαλασσινού νερού για την παραγωγή αλατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἁλυκός*. Η σημερινή σημασία της λ. είναι νεώτερη και πιθ. προέρχεται από τη… … Dictionary of Greek
αλυκός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Σκίρωνα, που πήρε μέρος στην εκστρατεία των Διόσκουρων εναντίον της Άφιδνας για την απελευθέρωση της αδελφής τους Ελένης. Σκοτώθηκε και ενταφιάστηκε στα Μέγαρα. II Αρχαία πόλη της Ερμιονίδος. Παλαιότερα τη… … Dictionary of Greek